- δηγμός
- δηγμόςbitemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δηγμός — δηγμός, ο (Α) [δάκνω] 1. το δήγμα, το δάγκωμα 2. έντονος, δυνατός πόνος («ἐν τῆ κοιλίᾳ δηγμὸν ποιεῑ καὶ δυσεντερίαν», Θεόφρ.) 3. πνευματική θλίψη, ψυχικό πλήγμα («ὁ γὰρ ἐκ τῶν τοιούτων ἀναλογισμῶν δηγμὸς αἱμάσσει τὴν μνήμην», Πλούτ.) 4. (για τον… … Dictionary of Greek
δηγμοῖς — δηγμός bite masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηγμοί — δηγμός bite masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηγμοῦ — δηγμός bite masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηγμούς — δηγμός bite masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηγμῶν — δηγμός bite masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηγμῷ — δηγμός bite masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηγμόν — δηγμός bite masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)